ΑΠ’ ΤΟ
ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ «ΕΓΩ», ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ «ΕΜΕΙΣ»
«Δεν έχω φυσικά την απαίτηση να είμαστε
όλοι σύμφωνοι στην παραδοχή ή στην άρνηση ενός οποιουδήποτε πράγματος που θα
έπεφτε στην αντίληψή μας. Εννοώ μόνο ότι δεν υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα, ούτε
καν για τα δικά μας ζητήματα, εκείνη η κάποια βαθύτερη συμφωνία, χωρίς την
οποία κάθε αντιγνωμία καταντά μια μάταιη ταραχή. Στη βάση κάθε συζήτησης εξυπακούεται
ένα σιωπηρό συμβόλαιο. Χωρίς αυτό έχουμε ίσως πολλούς παράλληλους μονόλογους,
αλλά δεν έχουμε διάλογο. Για την ώρα είμαστε η χώρα των παράλληλων μονόλογων.»
Γιώργος
Σεφέρης, εισαγωγή στην «Έρημη χώρα»
του Θ.Σ. Έλλιοτ, 1936.
Ελλάδα: η χώρα των παράλληλων μονόλογων
από αρχαιοτάτων χρόνων, μέχρι και τις μέρες μας. Και, εδώ που τα λέμε, και στο
μέλλον (τουλάχιστον, στο εγγύς). Ελλάδα: ένα «χωνευτήρι» έκτασης 131.957
τετραγωνικών χιλιομέτρων, που καταφέρνει πάντα να αφομοιώνει τα ασύγκριτα
προτερήματα, αλλά και τα απίστευτα ελαττώματα της φυλής μας. Ειλικρινά, πάντοτε απορούσα, πώς
καταφέρνει αυτή η μικρή χώρα να χωρά μέσα της το απύθμενο και, συνάμα,
δυσθεώρητο, ατίθασο και αχαλίνωτο «εγώ» του Έλληνα, που, εκ των πραγμάτων, τον
καθιστά άδικο και, πολλές φορές, παρεξηγημένο στα μάτια της ευρωπαϊκής και
παγκόσμιας κοινής γνώμης. Ακόμα και σήμερα, ακούω ανθρώπους, ιδίως στα χωριά,
να τοποθετούνται (με μεγάλη δόση ημιμάθειας ενίοτε) επί παντός επιστητού και να
προσπαθούν να επιβάλλουν πραξικοπηματικά την άποψή τους στο συνομιλητή τους με
την απειλητική επωδό… «αυτό που σου λέω
ΕΓΩ», η οποία μάλιστα, τις περισσότερες φορές είναι παντελώς λανθασμένη.
Αλλά, αφού το λέει αυτός…
Ασύμπτωτες πορείες λόγων αυτή η χώρα. Ο
καθένας λέει ό,τι θέλει, μιλάει όποτε θέλει, όπως θέλει, όταν θέλει. Μιλάει δε,
ακόμα και όταν δεν έχει να πει απολύτως τίποτα. Κι ας λένε κάποιοι ότι «η σιωπή είναι χρυσός.» Κι εδώ, η
«χρεοκοπία» έχει επέλθει προ πολλού. Δείτε μια πολιτική συζήτηση στην
τηλεόραση: όλοι εναντίων όλων!!! Γύρω γύρω οι πολιτικοί μας και, στη μέση, ο
τηλεπαρουσιαστής, να προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Και μην τα βάζουμε
με τους πολιτικούς μας, γιατί, στην ουσία, είναι σαν να τα βάζουμε με τον ίδιο
μας τον εαυτό. «Σαρξ εκ της σαρκός»
μας είναι κι αυτοί, από τη δική μας κοινωνία προέρχονται κι αυτοί, μικρογραφία
του Νεοέλληνα αποτελούν κι αυτοί.
Μια φορά κι έναν καιρό, βγήκε το σώμα της
κοινωνίας μας από τον γύψο της Χούντας των Συνταγματαρχών και ετοιμάστηκε να
γευτεί με ιδιαίτερη αδημονία το μεταπολιτευτικό «νέκταρ» της Δημοκρατίας,
ξεχνώντας όμως ότι, η Δημοκρατία μας, είναι… «ελληνική», δεν είναι ωσάν τις
άλλες της Εσπερίας. Ξεκινήσαμε λοιπόν να φτιάχνουμε τη ζωή μας, ορθώνοντας ένα
τείχος ανάμεσα στο «εγώ» μας και τους «άλλους». Δώσαμε χρώμα στη ζωή μας,
ανάλογα με τις πολιτικές μας προτιμήσεις. Ρυθμίσαμε τις διαπροσωπικές μας
σχέσεις, αναλόγως της πολιτικής «γλώσσας» του
γείτονά
μας, του φίλου μας, του συγγενή μας. Ήπιαμε τα καφεδάκια μας σε «γαλάζια» ή
«πράσινα» καφενεία, ξεφυλλίζοντας την επίσημη εφημερίδα του κόμματος και
συνομιλώντας με τους «συντρόφους» ή τους «συναγωνιστές» μας. Ήρθαμε στα χέρια ή
λογομιλήσαμε με τον φίλο μας, τον συμπατριώτη μας, για τα «πολιτικά».
Πανηγυρίσαμε έξαλλα τα βράδια των εκλογών, όχι γιατί σώθηκε η Ελλάδα, αλλά
γιατί θα είχαμε τέσσερα (4) ολόκληρα χρόνια στη διάθεσή μας (πού λόγος για
πρόωρες εκλογές) να προκόψουμε επαγγελματικά και οικονομικά μέσω του «ρουσφετιού»
και της «πίσω πόρτας», όντας παράλληλα αποφασισμένοι, λόγω του ευνοϊκού υπέρ
ημών εκλογικού αποτελέσματος, να μην επιτρέψουμε στον αντίθετης κομματικής
αποχρώσεως συμπολίτη μας την προκοπή του και, αν είναι στο χέρι μας, να τον
εμποδίσουμε να προκόψει. Εισπράτταμε υπερβολικούς σε σχέση με την παρεχόμενη
από εμάς εργασία μισθούς, απίστευτης επινοήσεως επιδόματα, ξεδιπλώσαμε ως λαός
σε όλο του το μεγαλείο όλο εκείνο το ταμπεραμέντο της υπερβολής που ανέκαθεν
μας χαρακτήριζε. Και, μπορεί το εθνικό μας φαγητό να ήταν (και να είναι) η
φασολάδα, το εθνικό μας ζώο όμως ήταν, ασυζητητί, η… μαϊμού: «μαϊμού» μισθοί,
«μαϊμού» συντάξεις, «μαϊμού» επιδόματα, «μαϊμού» επιδοτήσεις, «μαϊμού»
προϋπολογισμοί, «μαϊμού» και πάσης Ελλάδος !!! Αυτά, για το λαό (για ικανή
μερίδα του). Αντίστοιχα, για ικανή μερίδα των πολιτικών μας υπήρχαν οι μίζες,
οι ρεμούλες, τα ρουσφέτια, και πάει λέγοντας. Τότε, ούτε ο λαός, ούτε και οι
πολιτικοί μας είχαν στο καθημερινό τους λεξικό τα λήμματα «εθνική ενότητα» και
«εθνική συνεννόηση». Ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς, καλύτερα. Ώσπου…
… Ξυπνήσαμε ένα πρωί με
μνημόνιο, με Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με Λαγκάρντ, με Τρόικα, με περικοπές
μισθών και συντάξεων και με αύξηση της φορολογίας. Χάρτινος ο πύργος της
εικονικής ευημερίας κατέρρευσε, χωρίς καν να το καταλάβουμε. Υπεστάλησαν πλέον
τα υψωμένα κομματικά λάβαρα. Πάνε εκείνα που ξέραμε. Η σιγουριά έγινε
αβεβαιότητα, η μονιμότητα κινητικότητα (έως και απόλυση), η ευημερία, ανέχεια.
Τα καφενεία έχασαν το… χρώμα τους και ο λαός, τη γη κάτω από τα πόδια του. Τότε
ήταν που ακούσαμε από τους πολιτικούς μας να προφέρουν τις λέξεις «εθνική ομοψυχία» και «εθνική
συνεννόηση», όχι ως επιθυμία ή τετριμμένη ευχή, αλλά ως άμεση αναγκαιότητα, ως
ελιξίριο οικονομικής νεότητας και αναγέννησης. Τώρα, τα πρώην αφεντικά, έγιναν
υπηρέτες της Τρόικας και των Γερμανών και, ο πάλαι ποτέ «κυρίαρχος λαός»,
δούλος και ραγιάς. «Εθνική ενότητα», λοιπόν!!! Ο ελληνικός κρατικός Τιτανικός βουλιάζει
μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ και οι επιβάτες με το πλήρωμά του, πρέπει
χέρι-χέρι να βουτήξουν στα παγωμένα νερά της χρεοκοπίας. «Εθνική συνεννόηση»,
λοιπόν, «για το καλό του τόπου». Η Δεξιά γίνεται Αριστερά, η Αριστερά Δεξιά
και, πιασμένοι χεράκι-χεράκι, συμπαρασύρουν και τον εξαθλιωμένο ελληνικό στην
απόλυτη καταστροφή. «Είμαστε εις το
«εμείς» πλέον, και όχι εις το «εγώ», όπως έχει γράψει και ο στρατηγός
Μακρυγιάννης. Με μια βασική διαφορά όμως: Αυτά τα έγραφε, για να φτιάξουν οι
Έλληνες μια ελεύθερη και ισχυρή «Και εις το εξής να μάθωμεν
γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί.». Σήμερα, δυστυχώς,
αναγκαζόμαστε να υποταχτούμε μοιρολατρικά στο «εμείς», γιατί διαλύσαμε εμείς οι
ίδιοι τη χώρα τούτη με τον εγωισμό μας
και τα φοβερά ελαττώματά μας. Όψιμα, πολύ όψιμα, ανακαλύψαμε το «εμείς», τη
χαμένη μας συλλογικότητα. Τον Ιωάννη Καποδίστρια τον δολοφονήσαμε εμείς, γιατί,
το «εμείς» που είχε εκείνος στο μυαλό τους και που το προόριζε για εμάς,
έπληττε τα συμφέροντα του «εγώ» μας. Το θέμα πλέον δεν πώς θα σωθούμε από την
επερχόμενη εθνική καταστροφή, αλλά, εάν θα σωθούμε. Ελπίζω, το σωσίβιο του
«εμείς», να μην ξεφουσκώσει και διαψεύσει τις προσδοκίες μας για σωτηρία…
(Δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα "ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ" Πύργου τη Δευτέρα, 1η Ιουλίου 2013)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου