Η  ΑΓΟΥΛΙΝΙΤΣΑ  ΣΤΟ  ΤΕΛΟΣ  ΤΟΥ  19ου  ΑΙΩΝΑ


Το "Σύγγρειο" Δημοτικό Σχολείο Επιταλίου στα μέσα δεκαετίας του '50, πριν την σοβαρή και μόνιμη αλλοίωση της αρχιτεκτονικής του μορφής κατά την επισκευή του από σεισμικές βλάβες


«Εν συνοδεία καλού εκ ΙΙύργου νέου εκινήσαμεν επιβαίνοντες εις δύο εύδρομα άτια διά την Αγουλινίτσαν, την κομψήν της Ολυμπίας κωμόπολιν. Δρόμος ευθύς, ομαλός, φύσις δεξιά και αριστερά απαλύνουσα το μάτι, ιλαρωτάτης απόψεως. Οδοιπορικώς την διατρέχεις εις μίαν ώραν περίπου• αλλ’ ημείς με τους λαμπρούς μας κέλητας μετά τέταρτον της ώρας εφθάσαμεν προ του Ρουφιά, όστις είνε το υγρόν σύνορον το χωρίζον την Ηλείαν από της Ολυμπίας. Κι επειδή ο ποταμός είνε αείρρους, ευρίσκεται πάντοτε εις την διάθεσίν σας μία μεγάλη βάρκα, είδος φορτηγίδος, διά της οποίας από της μιας ακτής πετιέσθε εις την απέναντι. Ημείς χάριν τέρψεως απλής, καβάλλα επηδήσαμεν επί του πορθμείου και καβάλλα εξήλθομεν απέναντι. Εννοείται δε ότι υπάρχει ένας τακτικός πορθμεύς, όστις ως άλλος ψυχοπομπός αντί ελαχίστου επιδόματος σύρει το ενώνον τας δύο ακτάς τεταμένον σχοινίον διά να πλησίαση το πορθμείον του από της μιας εις την απέναντι ακτήν.
* *
 Απολαύσαντες σπανίαν πράγματι και πρωτότυπον καβαλλαρίαν φθάνομεν μετ’ ολίγα λεπτά εις την εύμορφην Αγουλινίτσαν. Δεν ευρίσκει κάνεις πόλιν μετά στοιχειώδους τινός ρυμοτομίας και καλλωπισμού• είτε ένεκεν ελλείψεως πόρων, είτε και εκ φυσικών ίσως προσκομμάτων δεν θα ιδήτε την Αγουλινίτσαν πόλιν εξωτερικού καλού. Αν και όταν την επεσκέφθημεν ημείς έβρεχεν, εβρόντα και η θύελλα ξυνεκύκα την ωραίαν Αγουλινίτσαν και ο δρόμος βορβορώδης, ώστε να μας παρουσιασθή η πόλις άπλυτος, βουρκωμένη κ.λπ. αλλά και με όλα αυτά πας επισκεπτόμενος αυτήν δεν έχει να ίδη μεγάλα πράγματα. Ίσως η νέα δημοτική περίοδος φανή γονιμωτέρα εις έργα δημοτικά• αλλ’ αυτά ο χρόνος θα το δείξη.
* *
 Κι εδώ κυριεύων πόρος είνε η σταφίς• εκεί αι ελπίδες των, αι βλέψεις των, τα όνειρά των. Ενθυμούμαι όταν πέρυσι ευρέθηκα εις την Αγουλινίτσαν διά το φλέγον τότε σταφιδικόν ζήτημα• ήκουσα από όλους τους κτημα¬τίας αράς και μεταμελείας διά την μονομερή καλλιέργειαν των σταφίδων. Πολλοί μάλιστα εξέφρασαν την γνώμην ότι διά να πάρη επάνω της η σταφίς, πρέπει να εκριζωθή το 1/10 της όλης παραγωγής! Και τούτο το ομολόγουν μετά σοβαρότητος, άνθρωποι επίσης σοβαροί.
 Το ευτύχημα είνε ότι οι κάτοικοι της Αγουλινίτσας δεν αφιερώθησαν εξ ολοκλήρου, εις την σταφιδοφυτείαν. Θα εύρετε και ολίγα στρέμματα γης καλλιεργημένα με δη¬μητριακούς καρπούς ή οπωροκήπους και λαχανοκήπους, θα ίδητε ελαιοφυτείας εκ των οποίων γίνεται και ολίγη εξαγωγή, καθώς και των κρομμίων κ.λπ. Ώστε οι Αγουλινιτσιώται βλέπετε ότι παρά τα πολλά στρέμματα σταφίδος έχουν και άλλα καλλιεργημένα με ποικίλα παραγωγικά είδη. Το παράδειγμά των αν το εμιμούντο και οι Πύργιοι και οι Λεχαινιώται και πολλοί άλλοι σταφιδοκαλλιεργηταί, δεν θα επήρχετο η περυσινή καταστροφή, από την οποίαν κινδύνευσαν πληθυσμοί ολοκλήρου της Πελοποννήσου να στερηθούν του ψωμιού των, συγκλονίσαντες με την φτώχειαν των κόμματα και Κυβερνήσεις.
* *
 Το ζήτημα της ιδρύσεως σχολικών κτιρίων δεν ευρέθη ακόμη κανείς θελήσεως Κυβερνήτης να το θέση εις έργον. Εις τα αποκεντρότερα χωριά της Ρουμανίας που ευρισκόμην εφέτος, ως καταφανέστερα οικοδομήματα εκάστου χωρίου προσέπιπτον εις την όρασίν μου, τα Σχολεία και αι Εκκλησίαι, κι εν γένει τα δημόσια ή δημοτικά κατα¬στήματα. Ενώ εις τας επαρχίας της Ελλάδος τα μάλλον ετοιμόρροπα και σεσαθρωμένα είνε αυτά. Επεσκέφθην μετά φίλων το σχολείον της Αγουλινίτσης, εις το άκρον της πόλεως ευρισκόμενον, με ευρείαν φυσικήν πλατείαν και αέρα καθαρόν και άποψιν θελκτικωτάτην. Αλλά το κτίριον ερειπιώδες, διερρωγός, σεισμόπληκτον, με πατώματα και στέγας χαίνοντα, οπόθεν όλα του αιθέρος τα καλά ηδύναντο να διελάσουν. Κι εν τούτοις, αν και τα παιδιά εντός πραγματικού σταύλου εστρατωνίζοντο, ουδεμία πρόνοια υπέρ της επισκευής και στερεοποιήσεώς του ελήφθη• τι να σας κάμουν δε και οι διδά¬σκαλοι και οι μαθηταί, όπου το μεν καλοκαίρι ηλιοψήνονται εντός των τρωγλών αυτών, τον δε χειμώνα τουρτουρίζουν και δαιμονίζονται από την τσουχτερή παγωνιά.
 Κι επειδή ο λόγος περί σχολείων και διδασκάλων, δεν πρέπει να παραλείψω ότι εύρων εκεί διδασκάλισσαν παιδαγωγικωτάτην και σεμνοπρεπή, Αικατερίνην Παπάζη, η οποία πράγματι μορφώνει και διαπλάττει μαθητρίας, οικοκυράς, μητέρας, Ελληνίδας και όχι μόνον δι¬δάσκουσα και παρακινούσα τα ορθά, αλλά και διά του σεμνού παραδείγματός της επικυρώνουσα αυτά.
 Όποιος επεσκέφθη την Αγουλινίτσαν και δεν εκυνήγησεν εις την λίμνην της, έχασε γλυκυτάτην τέρψιν. Εν καιρώ ιδίως κακοκαιρίας, βροχής και χιονοπαγωνιάς, τι απολαυστικόν το κυνήγι της λίμνης της Αγουλινίτσας. Και κυνήγι του βουνού και κυνήγι του γιαλού. Κυνηγούν τις αγριόπαπιες που επί της λίμνης πτερυγίζουν προς ψαροθηρίαν, κυνηγούν και τα επιπλέοντα επί των βορβορωμένων υδάτων της τετράπαχα ψάρια, των οποίων η γεύσις και η νοστιμάδα είνε πλέον πασίγνωστα.»

 (Απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Γ. Π. Παρασκευόπουλου «Ταξίδια ανά την Ελλάδα», τόμος Α΄, Εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου της "Κορίννης", Αθήνα 1895, σ. 281-284).


ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ  ΣΗΜΕΙΩΜΑ


      Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί μια γλαφυρή περιγραφή της Αγουλινίτσας της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, έτσι όπως την είδε και την έζησε ο δημοσιογράφος Γ. Π. Παρασκευόπουλος. Αν και δεν αναφέρεται η ακριβής χρονολογία επίσκεψής του στην κωμόπολή μας, μπορούμε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν  κάποια γεγονότα που αναφέρει (σταφιδικό ζήτημα),  να την προσδιορίσουμε χρονικά γύρω στο 1893. Σημειωτέον ότι, όπως αναφέρει και ο ίδιος, η επίσκεψή του αυτή ήταν η δεύτερη μέσα σε δύο συνεχόμενα έτη («Ενθυμούμαι όταν πέρυσι ευρέθηκα εις την Αγουλινίτσαν διά το φλέγον τότε σταφιδικόν ζήτημα…»).
      Την εποχή εκείνη, η πολιτική και οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, μόνο με μία λέξη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί: ΤΡΑΓΙΚΗ!!! Η πολιτική κόντρα μεταξύ του Χαρίλαου Τρικούπη και του Θεόδωρου Δηλιγιάννη βρισκόταν στο ζενίθ, τα οικονομικά της χώρας στο ναδίρ, η τακτική της σύναψης νέων δανείων για την εξυπηρέτηση των παλαιών ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στους πολιτικούς μας, μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 1893, που ο Χ. Τρικούπης υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει από το βήμα της βουλής ότι «Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν», για να ακολουθήσει αμέσως μία άνευ προηγουμένου εξέγερση εναντίον του, εντός και εκτός της χώρας: Παρίσι, Λονδίνο και Βερολίνο, οι αιώνιοι δανειστές μας, αξίωναν ομόφωνα την επιβολή διεθνούς ελέγχου πάνω στις εισπράξεις των προσόδων του δημοσίου. Οι λαϊκές τάξεις ξεσηκώθηκαν εναντίον του λόγω της ανελέητης φορολογίας που είχε επιβάλει. Ο στρατός κινητοποιήθηκε λόγω του διεθνούς εξευτελισμού της Ελλάδας, της έλλειψης προοπτικών ως προς τα εθνικά ζητήματα. Οι ανώτερες τάξεις και τα ανάκτορα, απηχώντας τη διεθνή κατακραυγή κατά του Τρικούπη, τον καταδίκασαν και τον απομόνωσαν. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι ότι πίσω από τις βίαιες αντιδράσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων κρύβονταν συχνά Έλληνες κεφαλαιούχοι που είχαν τοποθετήσει τα χρήματα τους σε ελληνικά χρεόγραφα στα χρηματιστήρια του εξωτερικού. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τον Τρικούπη σε παραίτηση αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους του και αφήνοντας στον βασιλέα Γεώργιο την ευθύνη για το ξεπέρασμα της κρίσης.
      Από αυτήν τη ζοφερή εθνική πραγματικότητα της εποχής εκείνης, το Επιτάλιο δε θα μπορούσε να ξεφύγει. Μία ώρα με τα πόδια ή ένα τέταρτο πάνω σε «λαμπρούς κέλητας» («λαμπρά άλογα ιππασίας»), μέχρι τη θρυλική «περαταριά» του Ροφιά και, από εκεί, «μετ’ ολίγα λεπτά, εις την εύμορφην Αγουλινίτσαν.» Αν και, η περιγραφή της κωμοπόλεώς μας που ακολουθεί από τον ίδιο, ουδόλως δικαιώνει τον προγενέστερο χαρακτηρισμό της ως… «εύμορφη»: χωρίς «στοιχειώδους τινός ρυμοτομίας και καλλωπισμού», «πόλις άπλυτος» και «βουρκωμένη», ούτως ώστε, όποιος την επισκέπτεται, «δεν έχει να ίδη μεγάλα πράγματα.» Για όλα όμως τα «κακά» αυτά της, παρ’ όλα αυτά, «ωραίας Αγουλινίτσας», υπάρχουν και τα ανάλογα… «ελαφρυντικά»: έλλειψη πόρων, φυσικά προσκόμματα (εμπόδια), ο κακός μας ο καιρός («όταν την επεσκέφθημεν ημείς έβρεχεν, εβρόντα και η θύελλα ξυνεκύκα (έκανε μαλλιά-κουβάρια) την ωραίαν Αγουλινίτσαν και ο δρόμος βορβορώδης»), άγονη δημοτική περίοδος. Σημειωτέον δε ότι, από το 1880 μέχρι το 1902, Δήμαρχος Βώλακος διατελούσε ο Θεόδωρος Μοσχούλας. Παρ’ όλα αυτά, για τον συγγραφέα, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία: «Ίσως η νέα δημοτική περίοδος φανή γονιμωτέρα εις έργα δημοτικά• αλλ’ αυτά ο χρόνος θα το δείξη.»
      Ιδιαίτερη μνεία γίνεται από τον συγγραφέα και για την καλλιέργεια της σταφίδας στην Αγουλινίτσα, η οποία χαρακτηρίζεται ως «κυριεύων πόρος». Παράλληλα δε, ήταν αδύνατον να μην αναφερθεί και στο περίφημο «σταφιδικό ζήτημα» που, την εποχή εκείνη, ταλάνιζε ιδιαίτερα την κωμόπολή μας και, ευρύτερα, τους σταφιδοπαραγωγούς νομούς της Αχαΐας, της Ηλείας και της Μεσσηνίας. Και, ο χαρακτηρισμός από τον συγγραφέα της καλλιέργειας της σταφίδας στην Αγουλινίτσα ως «κυριεύων πόρος», πέραν του προφανούς, της κύριας βιοποριστικής πηγής των συγχωριανών μας την εποχή εκείνη, υποκρύπτει και την αλόγιστη επέκταση των αμπελώνων, που υπερκέρασε ακόμα και τον χαρακτηρισμό εκείνο της «μονοκαλλιέργειας». Και το χειρότερο ήταν ότι, ναι μεν υπήρχε υπερπαραγωγή και υπεραφθονία σταφίδας, πλην όμως έμενε αδιάθετη, τη στιγμή μάλιστα που η γαλλική αγορά, ο παλιός καλός πελάτης,  σταμάτησε να δέχεται σε μεγάλες ποσότητες την ελληνική σταφίδα, λόγω της ανάκαμψης των γαλλικών αμπελώνων, με συνέπεια, να περιοριστεί δραματικά η χρήση της κορινθιακής σταφίδας για παραγωγή φθηνού κρασιού προς τον απλό κόσμο. Ενδεικτικό δε της διαμορφωθείσης νέας πραγματικότητας στη σταφιδοκαλλιέργειας ήταν το γεγονός ότι, στην αγορά της Πάτρας, το 1892, η τιμή της σταφίδας να πέσει κατά 50%. Αποτέλεσμα; Περιουσίες να εξαφανιστούν από τη μια στιγμή στην άλλη, πείνα και εξαθλίωση, κατασχέσεις και πλειστηριασμοί από τις τράπεζες, βία και ταραχές, με σημεία αναφοράς, τις σταφιδοπαραγωγούς περιοχές, προς αντιμετώπιση των οποίων επεμβαίνει δυναμικά η αστυνομία, η οποία προβαίνει σε ξυλοδαρμούς, βίαιες προσαγωγές και συλλήψεις, σε φυλακίσεις, με συνέπεια, την ύπαρξη πολλών τραυματιών, ή, μεμονωμένα, και νεκρών σταφιδοπαραγωγών. Και, όταν η αγανάκτηση, ο πανικός, η άγνοια και η αβεβαιότητα για το μέλλον κυριαρχούν στο μυαλό και στη σκέψη των σταφιδοπαραγωγών, σκέψεις του τύπου... «διά να πάρη επάνω της η σταφίς, πρέπει να εκριζωθή το 1/10 της όλης παραγωγής» μόνο ως φαιδρότητες και ως δείγματα πλήρους συγχύσεως μπορούν να εκληφθούν. Και να σκεφθείτε ότι… «τούτο το ομολόγουν μετά σοβαρότητος, άνθρωποι επίσης σοβαροί.» Τόσο σοβαρή δε ήταν η γενικότερη κατάσταση, η οποία, χωρίς υπερβολή, άγγιζε τα όρια της ανθρωπιστικής κρίσης, ώστε ο συγγραφέας να θεωρεί ως… «ευτύχημα», το ότι «οι κάτοικοι της Αγουλινίτσας δεν αφιερώθησαν εξ ολοκλήρου, εις την σταφιδοφυτεία», αλλά ασχολούνταν, έστω και περιορισμένα, και με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών, δημητριακών, λαχανικών, κρεμμυδιών, αλλά και της ελιάς, γεγονός που θα έπρεπε, μάλιστα, να αποτελεί και... «παράδειγμα» για τους σταφιδοκαλλιεργητές του Πύργου, των Λεχαινών και άλλων περιοχών, οι οποίοι, «αν το εμιμούντο… δεν θα επήρχετο η περυσινή καταστροφή, από την οποίαν κινδύνευσαν πληθυσμοί ολοκλήρου της Πελοποννήσου να στερηθούν του ψωμιού των, συγκλονίσαντες με την φτώχειαν των κόμματα και Κυβερνήσεις.»(!!!) Το αν ποια κόμματα και ποιες κυβερνήσεις θα συγκλόνιζαν με τη φτώχεια τους, αυτό αποτελεί μάλλον… ευσεβή πόθο του συγγραφέα.
      Ιδιαίτερη όμως μνεία γίνεται από τον Γ. Π. Παρασκευόπουλο και για το Δημοτικό Σχολείο της Αγουλινίτσας, τόσο την τραγική κατάσταση στην οποία είχε κτιριακά περιέλθει, όσο και για την απαράδεκτη εικόνα την οποία εμφάνιζε στα όμματα του κάθε επισκέπτη του. Αν και δεν αναφέρει επακριβώς ποιας εκπαιδευτικής βαθμίδας ήταν το σχολείο που «επεσκέφθη μετά φίλων» («Στις 28 Σεπτεμβρίου 1888, με Βασιλικό Διάταγμα, χορηγείται στον Μ. Νικολόπουλο άδεια να συστήσει ιδιωτικό εκπαιδευτήριο στην Αγουλινίτσα, που θα περιλαμβάνει τρεις τάξεις Ελληνικού σχολείου. Το ιδιωτικό αυτό σχολείο βρίσκεται κάτω από την άμεση επιτήρηση του Σχολάρχη της Ανδρίτσαινας. Το Ελληνικό σχολείο της Αγουλινίτσας ξεκινά (άγνωστο πότε ακριβώς) αρχικά με την Α' τάξη, για να ολοκληρωθεί με την απόκτηση Β' και Γ' τάξεων με αντίστοιχα Β. Διατάγματα στις 10/9 και 2/10 του 1891»(ανακτήθηκε από: http://epitaliotes.gr/articles_018.php), εν τούτοις, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν το Δημοτικό Σχολείο,  λόγω του γεωγραφικού προσδιορισμού στον οποίο προβαίνει στη συνέχεια «εις το άκρον της πόλεως ευρισκόμενον, με ευρείαν φυσικήν πλατείαν.» Λόγω των πλούσιων ταξιδιωτικών του εμπειριών, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από άλλες χώρες των Βαλκανίων, δε διστάζει να προχωρεί και σε συγκριτική θεώρηση των πραγμάτων, τολμώντας, επιπλέον, να συμπεριλάβει στη θεώρηση αυτή και τη δική του άποψη, είτε θετική είναι αυτή, είτε αρνητική. «Το ζήτημα της ιδρύσεως σχολικών κτιρίων δεν ευρέθη ακόμη κανείς θελήσεως Κυβερνήτης να το θέση εις έργον», αναφέρει χαρακτηριστικά, εκφράζοντας σαφώς και μετά παρρησίας  την προσωπική του άποψη για τη Δημόσια Παιδεία (τότε, το μείζον εκπαιδευτικό ζήτημα ήταν, η ίδρυση σχολικών κτιρίων. Σήμερα 122 χρόνια μετά, το μείζον ζήτημα είναι, η στελέχωση των σχολείων με εκπαιδευτικούς, ελλείψει κονδυλίων). Για να τεκμηριώσει στη συνέχεια την άποψη του αυτή, προβαίνοντας σε σύγκριση της κατάστασης των σχολικών κτιρίων της Ελλάδας, με εκείνα της Ρουμανίας («Εις τα αποκεντρότερα χωριά της Ρουμανίας που ευρισκόμην εφέτος, ως καταφανέστερα οικοδομήματα εκάστου χωρίου προσέπιπτον εις την όρασίν μου, τα Σχολεία και αι Εκκλησίαι, κι εν γένει τα δημόσια ή δημοτικά κατα¬στήματα. Ενώ εις τας επαρχίας της Ελλάδος τα μάλλον ετοιμόρροπα και σεσαθρωμένα είναι αυτά.»). Και, όπως είναι φυσικό, το Δημοτικό Σχολείο Αγουλινίτσας, δεν ξεφεύγει από τη ζοφερή πραγματικότητα: «κτίριον ερειπιώδες, διερρωγός, σεισμόπληκτον, με πατώματα και στέγας χαίνοντα, οπόθεν όλα του αιθέρος τα καλά ηδύναντο να διελάσουν.Κι εν τούτοις, αν και τα παιδιά εντός πραγματικού σταύλου εστρατωνίζοντο, ουδεμία πρόνοια υπέρ της επισκευής και στερεοποιήσεώς του ελήφθη• τι να σας κάμουν δε και οι διδά¬σκαλοι και οι μαθηταί, όπου το μεν καλοκαίρι ηλιοψήνονται εντός των τρωγλών αυτών, τον δε χειμώνα τουρτουρίζουν και δαιμονίζονται (sic!!!) από την τσουχτερή παγωνιά.» Ιδιαίτερος λόγος θα πρέπει να γίνει εδώ και για το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί όταν αναφέρεται στους μαθητές, αλλά και στη δασκάλα, το οποίο αντικατοπτρίζει και τις γενικότερες εκπαιδευτικές και παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής εκείνης: τα παιδιά… «εστρατωνίζοντο», καταυλίζονταν, δηλαδή, κατέλυαν κάπου, σαν να ήταν στρατιώτες. Η δασκάλα, «παιδαγωγικωτάτη και σεμνοπρεπής… μορφώνει και διαπλάττει μαθητρίας, οικοκυράς, μητέρας, Ελληνίδας και όχι μόνον δι¬δάσκουσα και παρακινούσα τα ορθά, αλλά και διά του σεμνού παραδείγματός της επικυρώνουσα αυτά.» Με άλλα λόγια δηλαδή, «η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει να φαίνεται τίμια, αλλά και να είναι τίμια», ενταγμένη συνειδητά μέσα σε στενά εθνοκεντρικά πλαίσια, υπηρετώντας πιστά τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και όχι… «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.»
      Η αναφορά του συγγραφέα στη γενέτειρά μας ολοκληρώνεται με μία σύντομη παράγραφο που σχετίζεται, κυρίως, με το  κυνήγι στη λίμνη της Αγουλινίτσας και την… «γλυκυτάτην τέρψιν» που έχασε, όποιος επισκέφθηκε την κωμόπολή μας και δεν κυνήγησε στη λίμνη. Κυνήγι «απολαυστικόν», «και κυνήγι του βουνού και κυνήγι του γιαλού.» Κυνήγι της αγριόπαπιας, αλλά και… κυνήγι των τετράπαχων ψαριών (!!!), «των οποίων η γεύσις και η νοστιμάδα είνε πλέον πασίγνωστα.» Από την έκφραση «κυνήγι των ψαριών», μπορούμε να αντιληφθούμε και την αφθονία των ψαριών της λίμνης, τόση αφθονία, ώστε μπορούσε κάποιος να τα πιάσει εύκολα, χωρίς τη χρήση των παραδοσιακών μεθόδων ψαρέματος. Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν μια μακρινή ανάμνηση, γραπτά μνημεία του τι είχαμε και τι χάσαμε, μια ακόμα επιβεβαίωση του περιβαλλοντικού «εγκλήματος», της καθολικής αποξήρανσης της –πρώην, πλέον- λίμνης μας.
      Ίσως, το απόσπασμα αυτό, να αποτελεί, την παλαιότερη γραπτή αναφορά στην Αγουλινίτσα. Το βέβαιο πάντως είναι, ότι αποτελεί μια καλή αφορμή να ανατρέξουμε στο παρελθόν, 122 ολόκληρα χρόνια πίσω, και να γνωρίσουμε τον τόπο μας και να ασκηθούμε στην πατριδογνωσία, όπως άλλωστε ήταν και ο στόχος του συγγραφέα, όπως τον περιγράφει στον πρόλογο του βιβλίου του: [...] Γνωρίζομεν τόσον ολίγον την Ελλάδα. Δεν ερωτώ τι πταίει εις την τοιαύτην αμάθειάν μας• διότι από των βάθρων του δημοτικού σχολείου μέχρι της διδακτορικής αναγορεύσεως νομίζω ότι τα πάντα πταίουν. Και αν εξαιρέσωμεν τους ναυτικούς, τους ταξειδεύοντας εμπόρους και τους δικηγόρους, οι άλλοι Έλληνες γνωρίζομεν τον τόπον μας όσον και την Αβυσσινίαν ή την Μαδαγασκάρην. [...]

                                                                                                   
                                                                                 Χρυσοβαλάντης  Δημητρόπουλος
                                                                                                Δάσκαλος


ΥΓ: Θερμές ευχαριστίες στον συγγραφέα – ιστορικό ερευνητή Λεωνίδα Καρνάρο, για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου εκ του πρωτοτύπου.

     
(Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "ΕΠΙΤΑΛΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ" (Αρ. φ. 255, Ιούνιος - Ιούλιος - Αύγουστος 2015)

Αναγνώστες

Από το Blogger.